πολύνοος

πολύνοος
πολύ-νοος, ον, [var] contr. [suff] πολύ-νους, ουν,
A thoughtful, opp. πολύλαλος, Plot.6.2.21, cf. Porph.Plot.14; profound,

τὸ π. τῆς Πυθαγορικῆς βαθύτητος Hierocl.in CA26p.480M.

, cf. Iamb. in Nic.p.5 P. Adv.

-νως Poll.2.230

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυνόων — πολύνοος thoughtful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • πολύνους — ουν, και πολύνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ νου, πολύ συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νοῦς / νόος (πρβλ. ομό νους, υψηλό νους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”